Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

ΕΝ ΡΙΟΛΩ

Τα πεύκα της θάλασσας δεν φτάνουν ως εδώ. Μόνον τα παιδικά μου χρόνια πρόλαβαν ν’ αφουγκραστούν τη μουσική τους (αμέριμνη γεύση γλυκού του κουταλιού, που ξεχάστηκε στον ουρανίσκο…). Αμέτρητα μεροδούλια, ντάλα μεσημέρι, που μυρίζουν ακόμα σταφίδα και θειάφι, τραχιές φωνές και άγουρη σάρκα αγοριών, που κυνηγάνε τζιτζίκια. Αμέτρητα μεροκάματα, που έγιναν κολαρισμένες προίκες, οικόπεδα εκτός σχεδίου και αταξίδευτα όνειρα. Στα καφενεία, χρόνια τώρα, ίδιος και απαράλλαχτος ο φόβος της βροχής κρεμασμένος στον τοίχο σαν παλιά φωτογραφία, παρέα με αξύριστες φάτσες, που παζαρεύουν τα φορτώματα… τις μέρες που σκορπάνε και χάνονται μπροστά σε μισάνοιχτες εφημερίδες στη στήλη με τα «κοινωνικά». Μισοσβησμένα τσιγάρα τα βράδια ανάμεσα σε σκληρά δάχτυλα, που πονάνε το γυαλί με το θολωμένο ούζο, με το φεγγάρι ν’ ασημώνει τη μαυρίλα της Μόβρης κι ύστερα να γδέρνει τις στέγες των σπιτιών. Ιδρώνουν τα σεντόνια οι στέρφες νύχτες και φάλτσα κλαρίνα καίγονται στο λιγοστό κίτρινο φως, ενώ αργοσβήνει το κουβεντολόι στην πλατεία, που αδειάζει σαν καλοκαιρινό τοπίο τον Σεπτέμβρη. Ξοπίσω σκιές, που δεν ξέρουν με ποιόν να πάνε και ποιόν ν’ αφήσουν… κουράστηκαν να περιμένουν ματαιωμένες αφίξεις και αναχωρήσεις, το σιωπηλό πρόσωπο της Ιστορίας… Ξοπίσω σκιές και μνήμες, από σύντομα καλοκαίρια, που σοβάρεψαν απότομα και βιάστηκαν να συναντήσουν το φθινόπωρο… παρατονισμένες μουσικές από χαλασμένα ηλεκτρόφωνα…
Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Ριολίτισσα Αγρότισσα

Η Ριολίτισσα Αγρότισσα
Η θέση της γυναίκας

Συνολικές προβολές σελίδας