Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

"Ο Τόπος που γεννήθηκα"

''Ο τόπος που γεννήθηκα

Δεν ήταν και τόσο λαμπερός

Ίσα ίσα...

Ένας αέρας υγρός

Σαν ανάσα πληγωμένου

Μια πληγή σε αργή κίνηση

Πρόσωπα και χέρια όμως ξερά

Σκασμένα σαν διψασμένη γη

Από την πολλή δουλειά

Αγρότες

Από τη γη καμπουριασμένοι

...ηττημένοι

Διασκέδαζαν

Πίνοντας ρακί

Και παίζοντας χαρτιά

Στο καφενείο

Οι γυναίκες τους

Μεγάλωναν τα παιδιά

Μαγείρευαν

Έκαναν τις δουλειές του σπιτιού

Και στα διαλείμματα

Έβλεπαν τι έκαναν

Οι άλλες γυναίκες

Οι νέοι κοίταζαν συνέχεια

Τον ορίζοντα μακριά

Τα παιδιά και οι γέροι

Τον ουρανό

Σαν κάτι να περίμεναν

Στον τόπο που γεννήθηκα

Η ζωή ήταν στενή, σκοτεινή

Σαν σήραγγα

Έτσι ήταν μάλλον λογικό

Που είχαμε τόσο πολλούς μπεκρήδες

...Και το τραγούδι χαμηλά

Το ουρλιαχτό ψηλά

Στο φεγγάρι

Ο χορός με γυμνές πατούσες

Που μάτωναν στο χώμα

Κι όποιου δεν του άρεζε

Έπρεπε να φύγει

...Στην πολιτεία

Ο τόπος που γεννήθηκα

Τους χειμώνες

Βούλιαζε στη λάσπη

Και οι άνθρωποι έκαναν υπομονή

Μπροστά σε μια ισχνή φωτιά

Την άνοιξη

Έδεναν στα κλαδιά κόκκινες κορδέλες

Και περίμεναν την Ανάσταση

Που δεν ερχόταν ποτέ

Το καλοκαίρι

Έσταζαν ιδρώτα

Τους έτρωγαν τα κουνούπια

Και έψαχναν για σκιά, ένα μέρος να κρυφτούν

Το φθινόπωρο

Ήταν όμορφο το φθινόπωρο

Πάντα είναι
Αλλά τον τόπο που γεννήθηκα

Δεν θα τον έλεγες όμορφο

Ήταν άσχημος, μισότυφλος, κουτσός

Σημαδεμένος

Απ’ το σκουριασμένο ξυράφι

Της αχλής των αιώνων

Μα ήταν, είναι ο τόπος μου

Και αγαπάω να τον μισώ, να τον αγαπώ.''
[Μέσα από το βιβλίο του Saunterer ''Εκεί που ο
λυκοκτόνος ανθίζει'', εκδόσεις orphan drugs]
Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Ριολίτισσα Αγρότισσα

Η Ριολίτισσα Αγρότισσα
Η θέση της γυναίκας

Συνολικές προβολές σελίδας