Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

''Γήπεδα''

Το ποδόσφαιρο είναι μακράν το πιο δημοφιλές άθλημα στον πλανήτη ( μια θρησκεία χωρίς άπιστους). Η τεράστια απήχησή του, πέραν των άλλων, οφείλεται στους εξής δύο λόγους :α) Έχει γνωρίσματα μιας ιδιότυπης «κοινωνικής δικαιοσύνης» και «δημοκρατικότητας», αφού δεν αποκλείει κανέναν : Ποδόσφαιρο μπορούν να παίξουν και οι κοντοί και οι ψηλοί, αλλά και οι αδύνατοι και οι χοντρούληδες, ακόμη και οι μεγαλούτσικοι (λέμε τώρα….),
β) Για να στηθεί ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι δεν χρειάζεται γήπεδο ολυμπιακών διαστάσεων και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Λίγος ανοιχτός χώρος είναι αρκετός, ενώ και η μπάλα δεν είναι ανάγκη να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της FIFA…
Για του λόγου το ασφαλές – περιδιαβαίνοντας τις παιδικές μου μνήμες (εκεί γύρω στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '70) – θυμάμαι οργιολίτικα «γήπεδα», που ο αγωνιστικός τους χώρος ήταν χωμάτινος, τσιμεντένιος ή με αγριόχορτα, χωρίς πλάγιες γραμμές, μικρή και μεγάλη περιοχή. «Γήπεδα», που δεν είχαν δοκάρια και δίχτυα, αλλά την εστία του τέρματος οριοθετούσαν πέτρες ή καλάμια. Δεν υπήρχαν θεατές – αφού σημασία είχε μόνο η συμμετοχή – και ο «εξωφυλαρούχας» ήταν κάτι σαν λεπρός. Μόνον κάτι αργόσχολοι έκαναν το κομμάτι τους, μιμούμενοι τους εκφωνητές του Β’ Προγράμματος ή της ΥΕΝΕΔ. Δεν υπήρχε διαιτητής και «οφσαϊντ»…

Οι αμφισβητούμενες φάσεις επιλύονταν με συναινετικές διαδικασίες (ούτε θέλω να θυμάμαι τι γινόταν, όταν δεν έβρισκε χώρο η συναίνεση…). Φυσικά δεν υπήρχε χρονόμετρο… Το παιχνίδι έληγε, όταν κάποια ομάδα έβαζε 12 γκολ ή όταν το σκοτάδι απλωνόταν στο γήπεδο. Οι ομάδες φτιάχνονταν λίγο πριν ξεκινήσει το παιχνίδι («διπλό» ή «μονότερμα») και η δημιουργία τους αφηνόταν συνήθως στην τύχη (οι «αρχηγοί» διάλεγαν εναλλάξ τους παίχτες που θα στελέχωναν την ομάδα τους, φροντίζοντας ωστόσο να υπάρχει μια σχετική ισορροπία, ικανή και αναγκαία συνθήκη για ένα αμφίρροπο ματς). Οι παίχτες δεν έπαιζαν σε συγκεκριμένη θέση, υπήρχε και «μπακότερμα» (αυτοσχεδιασμός ή ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο…), δίχως προπονητή… Οι παίχτες των ομάδων δεν είχαν καμία ιδιαίτερη στολή, έπαιζαν με τα καθημερινά τους ρούχα… καλά - καλά ούτε ποδοσφαιρικά παπούτσια δεν υπήρχαν, αρκεί να φορούσες κλειστά παπούτσια (η χαρά του τσαγκάρη…), ακόμη και γαλότσες (εξού και η παράφραση του διαφημιστικού σλόγκαν της PUMA : «γαλότσες φοράμε και πετάμε!!»). Η μπάλα δεν ήταν δερμάτινη (πού τέτοιες πολυτέλειες…). Τις περισσότερες φορές ήταν πλαστική (και μάλιστα «σκασμένη», γιατί έτσι εξασφαλιζόταν η ευθυβολία στα σουτ). Πολλές φορές αντί για μπάλα (καταραμένη φτώχεια…) το παιχνίδι παιζόταν με κουκουνάρα ανοιγμένη (μετά την αφαίρεση των καρπών/ «κουκουζέλια») και κυπαρισσόμηλο (οι παλιότεροι χρησιμοποιούσαν και τη «φούσκα» του γουρουνιού μετά το τελετουργικό «μουνούχισμα» του χοίρου, αλειμμένη με λίπος ή μπάλα με κουρέλια).
Ώρα λοιπόν να ταξιδέψουμε σε μερικά «γήπεδα», στα οποία έλαμψε το άστρο ορισμένων συγχωριανών, που μίλαγαν στην μπάλα με τα τσαλίμια τους (δεν αναφέρω κανέναν, για να μην αδικήσω τους υπόλοιπους), αλλά και η αγαρμποσύνη κάποιων άλλων.
Αβάντι μαέστρο :
  • 1) «Στην άσφαλτο».Μετά την τσιμεντόστρωση του δρόμου, που άρχιζε από το τωρινό μαγαζί του Λεωνίδα του Λάμπρου ως το σπίτι του Παναγιώτη του Παπαδόπουλου (η περίφημη οδός Λυκούργου!) έλαβαν χώρα επικές αναμετρήσεις στο τμήμα του δρόμου μπροστά από το σπίτι του Γιώργη του Μπαγουλή. Οι μαντρότοιχοι που υπήρχαν κατά μήκος των πλαγίων γραμμών μετατρέπονταν σε συμπαίχτη, αφού με την κατάλληλη καραμπόλα (κάτι σαν «ένα-δύο») μπορούσες να βρεθείς σε θέση βολής. Τραυματική προσωπική εμπειρία : Ενώ μετέφερα κάτι κεσέδες με γιαούρτι, τόλμησα να διασχίσω το «γήπεδο» εν ώρα αγώνα. Δεν ήθελε και πολύ… Μια «απέκρουση» ή μία διαξιφιστική λόμπα και έγινα σαν τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στην ταινία «Νόμος 4000» (κάποιος αλητάμπουρας που εκτελούσε χρέη εκφωνητή ανέκραξε : «το γήπεδο άσπρισε!»).
  • 2). Μπροστά στον Αγιάννη : Έξω από τα σπίτια του δασκάλου του Ορφανού και του Ντίνου του Οικονομόπουλου. Κυρίως παιζόταν μονότερμα μετά τον εσπερινό… Τσιμέντο… Ο νικητής μπορούσε να επικαλεσθεί ότι μεσολάβησε η βοήθεια του Αγίου, ενώ ο ηττημένος είχε την ελπίδα ότι την επομένη φορά οι επουράνιες δυνάμεις θα είναι με το μέρος του.
  • 3) Στη «Ζέμπα», δυτικά του παλιού γηπέδου : Χωράφι, μάλλον Πρεβεζανέϊκο, με αγριόχορτα. Δεν πολυχρησιμοποιήθηκε… Θυμάμαι έναν αγώνα με τα παιδιά από το Καγκάδι, Κυριακή απομεσήμερο. Σκαστός από το σπίτι (η απόδοσή μου, κλασσικά, κάτω του μετρίου…)
  • 4) Στο Παραδείσι : Στο ύψος του ελαιοτριβείου του Κεφάλα, πίσω από το σπίτι του Παύλου και της Μαριγούλας. Χωράφι Παπαθανίδη, με αγριόχορτα… Ο χώρος ήταν μεγάλος, θα μπορούσε να γίνει και κανονικό γήπεδο. Δεν πολυχρησιμοποιήθηκε, γιατί λίγο μετά δημιουργήθηκε το σημερινό γήπεδο του Ριόλου.
  • 5) Στο «Μπακαλειό» : Ανάμεσα στο «Μπακαλειό», το λόφο του Κάστρου, το Νεκροταφείο και τον «Σκατιά» χωράφι πρώην ιδιοκτησίας Ράλλη και νυν Σπύρου Πετρόπουλου. Με χώμα… Ο αγωνιστικός χώρος είχε και γέρικες ελιές που έπαιζαν, ανάλογα, το ρόλο του συμπαίχτη ή του αντιπάλου, αλλά και του εμποδίου, όταν σκάλωνε η μπάλα στα κλαριά τους. Ίσως το «γήπεδο» που άντεξε περισσότερο στο χρόνο.
  • 6) Στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου : Στην πάνω μεριά… Το «γήπεδο» είχε σχήμα «γάμα», αφού το ένα τέρμα ήταν μπροστά στη βρύση και το άλλο μπροστά από το οικόπεδο του Λέλου (αγώνες δίνονταν και μπροστά από το «γιαπί» της «αποθήκης», εκεί που παλιά ήταν κήπος). Το παιχνίδι στο σχολείο γινόταν είτε ανάμεσα στην Ε’ και ΣΤ’ τάξη (με τις απαραίτητες προσθαφαιρέσεις) είτε ανάμεσα στον «Αγιώργη» και το «Παραδείσι» (όσοι έμεναν πάνω από τον κεντρικό δρόμο, που διασχίζει το χωριό, έφτιαχναν τον «Αγιώργη», ενώ οι κάτω από το δρόμο το «Παραδείσι»). Οι δάσκαλοι απαγόρευαν δια ροπάλου το παιχνίδι με πραγματική μπάλα. Ο κάτοχος της μπάλας, μετά το σαδιστικό σκίσιμό της, έτρωγε κι ένα ξεγυρισμένο μπερντάχι. Μοιραία λοιπόν το παιχνίδι γινόταν με κουκουνάρα ή κυπαρισσόμηλο (που παραδόξως επιτρεπόταν) και έτσι η'' μπάλα ''παιζόταν πάντα κάτω, αφού, (πέρα από την αντικειμενική αδυναμία για ψηλό παιχνίδι) κεφαλιές με κουκουνάρα ή κυπαρισσόμηλο, ήταν οδυνηρές και άφηναν «κοκότες» (καρούμπαλα).Μετά τη δημιουργία του σημερινού γηπέδου του Ριόλου, όλα τα «γήπεδα» έπεσαν σε μαρασμό. Τα παιδιά του Ριόλου σήμερα πατάνε χορτάρι, βλέπουν τη μπάλα να σπαρταρά στα δίχτυα, έχουν προπονητή και ακολουθούν τα συστήματα. Πιστεύω να επιβιώνει ακόμη μέσα τους η ποδοσφαιρική «αλητεία» και ο τσαμπουκάς των παλιότερων, γιατί δίχως αυτά το ποδόσφαιρο γίνεται απελπιστικά «κυριλέ»…
Share:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Ριολίτισσα Αγρότισσα

Η Ριολίτισσα Αγρότισσα
Η θέση της γυναίκας

Συνολικές προβολές σελίδας